- λάρναξ
- (-ακος) η1) гроб; саркофаг; 2) мед. шина; лубок; гипсовая повязка; 3) уст. погребальная урна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λάρναξ — λάρναξ, ακος, ή, ὁ (AM) βλ. λάρνακα … Dictionary of Greek
λάρναξ — coffer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακα ή λάρναξ — Ονομασία ξύλινων ή πήλινων κιβωτίων κατά την αρχαιότητα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως στις δευτερογενείς ταφές (αποθήκευση των οστών ή της τέφρας του νεκρού), ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι χρησιμοποιούνταν και ως κενοτάφια. Αργότερα, λ. ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
λαρνάκων — λάρναξ coffer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακα — λάρναξ coffer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακας — λάρναξ coffer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακες — λάρναξ coffer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακι — λάρναξ coffer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακος — λάρναξ coffer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρναξι — λάρναξ coffer masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρναξιν — λάρναξ coffer masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)